ποτνιῶν

ποτνιῶν
πότνια
mistress
fem gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Ποτνιῶν — Ποτνιαί Potnian fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποτνιεύς — έως, ὁ, θηλ. ποτνιάς, άδος, Α 1. ο κάτοικος τών Ποτνιών 2. αυτός που κατάγεται από την πόλη Πότνιαι 2. (το θηλ. στον πληθ.) αἱ ποτνιάδες προσωνυμία τών Ευμενίδων («Βάκχαι ποτνιάδες», Ευρ.) 3. φρ. α) «Ποτνιεύς Γλαῡκος» τίτλος έργου τού Αισχύλου β) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”